-
1 опорный
της στήριξης, της έδρασης, του ερείσματος, στηρικτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опорный
-
2 подшипник
ο τριβέ/ας, το έδρανοразг. το κουζινέτο (ξεν.)- греется - θερμαίνεται, перезаливать - επαναγεμίζω τον - αдейдвудный мор. - της χοάνηςрамовый - см. главный -шариковый - (шарикоподшипник) о σφαιρο-τριβέας, разг. το ρουλεμάν (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подшипник
-
3 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
4 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
5 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
6 надёжность
η αξιοπιστίαη ασφάλειαη στερεότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надёжность
-
7 опорный
επ.ερειαματικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης•
-ая база η κύρια βάση•
опорный пункт α) το κύριο (βασικό) σημείο, β) στρατ. σημείο στηρίγματος.
-
8 упорный
упорный 1επ.στηρικτικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης.
упорный 2επ.1. επίμονος, έμμονος•упорный человек επίμονος άνθρωπος•
-ые поиски επίμονες αναζητήσεις.
|| σταθερός, ακλόνητος, άκαμπτος, ακράδαντος. || πείσμονας, ισχυρογνώμονάς.2. διαρκής, συνεχής, μόνιμος.3. πεισματώδης, πεισματικός. -ые бои πεισματώδεις μάχες. || σκληρός, γερός•упорный металл σκληρό μέταλλο.
-
9 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
-
10 рама
το πλαίσιο, η βάσηдверная - της θύρας/πόρτας- στήριξηςкопировальная полигр. - εκτύπωσηςфундаментная - βάσης, η βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рама
-
11 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
12 поверхность
η επιφάνει/α, το εμβαδόνвинтовая - мат. ελικοειδής -лицевая - (строительного камня) η έξω/κατεργασμένη - (του οικοδομικού λίθου)ненесущая - ав. μη φέρουσα -несущая - ав. φέρουσα -оптически плоская - (опт.элн.) οπτικά επίπεδη -тепловоспринимающая - см. теплопогло -щающая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поверхность
-
13 плоскость
το επίπεδοглавная - мат. κύριο -наклонная - κεκλιμένο -, επικλινές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плоскость
-
14 башмак
1. тех. το πέδιλ/ο, το πέλμαкрей-цкопфный направляющий горн. - οδηγός σταυρούнаправляющий горн. - οδηγόςтормозной - πέδης/φρένου2. (обувь) η αρβύλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > башмак
-
15 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь
-
16 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
17 венец
1. стр. (сруба) η οριζόντια σειρά ξύλινων δοκαριών 2. маш. η στεφάνηзубчатый - οδοντωτή -, η οδόντωση3. (ореол) η άλως 4. (венок) το στεφάνι 5. астр. η άλως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > венец
-
18 валик
1. тех. (небольшой вал) о κύλινδρος, о κυλινδρίσκος, ο τροχαλίσκοςгрузовой текст. - πρεσαρίσματοςигольчатый - текст. ακανθοφόρος -клеевой (цел.-бум.) - συγκόλλησηςкрасочный полигр. - χρωματισμούмерильный текст. - μέτρησηςна-каточный маш. - χάραξηςпитающий полигр. - τροφοδότησηςразмоточный (пласт.) - εκτύλιξηςрифлёный - ραβδωτός -, αυλακωτός -2. (сварной шов) η ραφή/το κορδόνι της ηλεκτροκόλλησης 3. арх. το διάζωμα, η λωρίδα/λουρίδα, η ταινίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валик
-
19 зажим
1. (устройство) о σφιγκτήρας- με βίδαмонтажный эл. - συναρμολόγησης2. эл. о ακροδέκτης 3. (струбцина, скоба) о σφιγκτήρας με κοχλία 4. (действие) το σφίξιμο, η σύσφιγξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зажим
-
20 ключица
анат. η κλειςη κλείδατο κλειδοκόκκαλο. кляммера το στοιχείο στήριξης/σύσφιξης της οροφής. клятва ο όρκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ключица
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek
πόρπη — Αντικείμενο από μέταλλο (χαλκό, σίδερο, άργυρο ή χρυσό στην αρχαιότητα) συμπληρωμένο συχνά με άλλες ύλες (κυρίως κόκαλο ή ελεφαντοστό στην αρχαιότητα, πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους αργότερα) που χρησιμεύει από τους αρχαιότατους χρόνους για να … Dictionary of Greek
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
ακούμπημα — και ακούμπισμα, το [ακουμπώ] 1. η στήριξη σε σταθερό σημείο 2. η ενέργεια τής στήριξης 3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι 4. το αποκούμπι*, η υποστήριξη 5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek